- καταδύω
- κατα-δύω, aor. 2 κατέδῦν, inf. καταδῦναι, -δύμεναι, part. -δύς, nom. pl. fem. sync. καδδῦσαι, mid. fut. καταδῦσόμεθα, aor. κατεδύσετο: go down into, enter; εἰς Ἀίδᾶο δόμους, Od. 10.174; κατά, Il. 19.25, and often w. acc., δόμον, πόλιν, ὅμῖλον, etc.; of the sun, set; apparently trans., τεύχεα, put on, Il. 6.504, Od. 12.228.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.